- κακοπάθεια
- ηκακουχία, ταλαιπωρία: Πολλά παιδιά αρρωσταίνουν από τις κακοπάθειες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοπαθεία — κακοπαθείᾱ , κακοπάθεια distress fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείᾳ — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — distress fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθεια — και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) [κακοπαθής] το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῡ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις,… … Dictionary of Greek
κακοπαθείας — κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem acc pl κακοπαθείᾱς , κακοπάθεια distress fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαι — κακοπαθείᾱͅ , κακοπάθεια distress fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθειῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείαις — κακοπάθεια distress fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθείης — κακοπάθεια distress fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπαθιῶν — κακοπάθεια distress fem gen pl κακοπαθία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)